- ειρωνευτικός
- ειρωνικός, ή , ό[ν] иронический; насмешливый;
ειρωνικό μειδίαμα — ироническая усмешка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειρωνικό μειδίαμα — ироническая усмешка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειρωνευτικός — ή, ό (Α εἰρωνευτικός, ή, όν) ο ειρωνικός … Dictionary of Greek
ειρωνευτικός — ή, ό επίρρ. ά ειρωνικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρωνευτικαί — εἰρωνευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικοῖς — εἰρωνευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικοί — εἰρωνευτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικήν — εἰρωνευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικῶς — εἰρωνευτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)